×
Tip: Search for English results only. You can specify your search language in Preferences
What does άρρεν (árren) mean in Greek? ; ευγενής noun, adjective, adverb ; ev̱gení̱s noble, polite, kindly, gentle, courteous ; φίλος noun ; fílos friend, boyfriend, ...
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία. άρρεν ουδέτερο (λόγιο). ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του άρρην.
Nominative, accusative and vocative neuter singular form of άρρην (árrin).
English translation of άρρεν - Translations, examples and discussions from LingQ.
άρρενες, ουδ. άρρενα, γεν. αρρένων : (λόγ.) ο αρσενικός: Άρρενα τέκνα. Φύλο άρρεν. Άρρενα άνθη, που φέρουν μόνο στήμονες. || (ως ουσ.): Γυμνάσιο / λύκειο ...
Μετάφραση του όρου 'άρρεν' στο δωρεάν αγγλικό λεξικό και πολλές ακόμα αγγλικές μεταφράσεις.
Επιλέξτε μία από τις σημασίες της λέξης για να δείτε τα συνώνυμά της, Ένδεικτικό συνώνυμο, Μέρος. το αρσενικό γένος, συνήθως σε αιτήσεις (φύλο: άρρεν) (Έχει ...
Μάθετε τον ορισμό του "άρρεν". Ελέγξτε την προφορά, τα συνώνυμα και τη γραμματική. Εξετάστε τα παραδείγματα χρήσης του "άρρεν" στο σύνολο της Ελληνικά ...
άρρενες, ουδ. άρρενα, γεν. αρρένων : (λόγ.) ο αρσενικός: Άρρενα τέκνα. Φύλο άρρεν. Άρρενα άνθη, που φέρουν μόνο στήμονες. || (ως ουσ.): Γυμνάσιο / λύκειο ...